- συγχέεται
- συγχέωpour togetherpres ind mp 3rd sg (epic ionic)συγχέωpour togetherpres ind mp 3rd sg (epic ionic)συγχέωpour togetheraor subj mid 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
Ω, ω — Το εικοστό τέταρτο και τελευταίο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Όπως και τα φ, χ, ψ, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά είναι ελληνική επινόηση για την παράσταση του μακρού ανοιχτού ο (ο). Στα παλαιότερα ελληνικά αλφάβητα… … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… … Dictionary of Greek
αγκιτάτσια — Όρος που χρησιμοποιείται από τα μαρξιστικά κυρίως κόμματα. Προέρχεται από τη λατινική λέξη agitatio, που σημαίνει παρότρυνση. Η α. είναι η κινητοποίηση των μαζών με κατάλληλα συνθήματα, προκειμένου να επιτευχθούν ορισμένοι σκοποί μιας οργάνωσης ή … Dictionary of Greek
αμοραλισμός — Φιλοσοφική θεωρία που δεν αναγνωρίζει το κύρος του ηθικού νόμου και διακηρύσσει ότι δεν υπάρχει ηθική με αντικειμενικά και καθολικά κριτήρια. H γαλλική λέξη amoral, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υποδηλώνει αυτόν που δεν μπορεί να κριθεί καλός ή… … Dictionary of Greek
αντιμήνσιο — Είδος φορητού θυσιαστηρίου, υποκατάστατου της Αγίας Τράπεζας, σε περιπτώσεις που η χρήση της δεν είναι δυνατή, π.χ. σε ιεροτελεστίες στην ύπαιθρο, σε στρατόπεδα κλπ. (αντί + λατ. mensa= τράπεζα). Το α., του οποίου η χρήση ανάγεται στον 8o αι.,… … Dictionary of Greek